- πλινθεῖον
- πλινθ-εῖον, τό,A brickworks, Ar.Fr.283, Lys.Fr.161 S., LXX 2 Ki.12.31.II oblong case, φιάλαι . . ἐμ πλινθείοις, φιάλη . . ἐμ πλινθείῳ, IG11(2).161B12,63,66(Delos, iii B. C.), Inscr.Délos396B55,461Bb14 (ii B. C.); φιάλαι ἐκ πλινθείων ἐξῃρημέναι ib.399B15, 442B15 (ii B. C.);
φιάλας ἐμ πλινθείῳ τρεῖς IG11(2).199
B71 (Delos, iii B. C.); στέφανος χρυσοῦς ἐπιγραφὴν ἔχων ἐπὶ τοῦ π. ib.208.13, 287B9 (iii B. C.).III block of houses, PRein.49.11(iii A. D.), etc.; rectangular plan of land, PLille1.8(iii B. C.).2 frame of a panel, IG11(2).165.22,32 (Delos, iii B. C., pl.); window-frame or -casing, PCair.Zen.663.10 (iii B. C., pl.);πλινθεῖα . . τοῖς πύργοις τοῖς Ἐλευσῖνι IG22.1672.203
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.